4.23.2012

18 ΑΝΩ: Όχι «ομερτά», κ. Υπουργέ. Θεραπεία.

 
από το UNFOLLOW
 
Σοβαρές κατηγορίες εναντίον της Μονάδας Απεξάρτησης 18ΑΝΩ ήρθαν προ ημερών στη δημοσιότητα. Όμως τα γεγονότα είναι διαφορετικά από όσα υποστήριξαν τα ΜΜΕ. Και τα πραγματικά αυτά γεγονότα δεν δείχνουν παραπτώματα στη λειτουργία της επιστημονικά έγκυρης Μονάδας Απεξάρτησης αλλά μια συντονισμένη επίθεση, με αρωγό τα φίλια ΜΜΕ, εναντίον όσων αντιστέκονται στην πολιτική του υπουργείου Υγείας να καταργήσει τα «κλειστά» προγράμματα κοινωνικής επανένταξης και να τα αντικαταστήσει με την χορήγηση υποκαταστάτων.


Για «κλοπιμαία» που βρέθηκαν στη Μονάδα Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ έκαναν λόγο τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσιεύματα του Τύπου, προ ημερών, καλώντας το κοινό να μπει σε υποψίες για την εντιμότητα ενός από τους πιο καταξιωμένους και ευυπόληπτους φορείς στον χώρο της δημόσιας υγείας.

Το δημοσίευμα του Βήματος, λόγου χάρη, στις 7 Απριλίου, είχε τίτλο «Εισαγγελική έρευνα για κλοπιμαία στο 18 ΑΝΩ – Αφορά σάκους που προέρχονταν από το πλιάτσικο της 12ης Φεβρουαρίου». Από το άρθρο της αρμόδιας συντάκτριας  για το υπουργείο Υγείας, Έλενας Φυντανίδου, μάθαμε ότι το θέμα είχε ανακύψει μόλις πριν κάποιες ώρες, ύστερα από σχετική αναφορά του δημοσιογράφου Ιορδάνη Χασαπόπουλου, στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή «MEGA Σαββατοκύριακο».

Σύμφωνα με αυτό και άλλα παρόμοια δημοσιεύματα, η υπόθεση είχε ως εξής: Νοσηλεύτρια του δημόσιου, «στεγνού» (άνευ υποκαταστάτων) και «κλειστού» (εθελοντική επικέντρωση στη θεραπεία, χωρίς περισπασμούς από εξωτερικούς παράγοντες) προγράμματος απεξάρτησης, είχε καταγγείλει εγγράφως στον διοικητή του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, όπου υπάγεται το 18 ΑΝΩ, τον εντοπισμό «κλοπιμαίων στην μονάδα απεξάρτησης που προέρχονταν  από το πλιάτσικο στα λεηλατημένα καταστήματα της Αθήνας». Σύμφωνα, μάλιστα, με τις ίδιες καταγγελίες, «η υπεύθυνη του προγράμματος (σ.σ.: άνευ ονόματος) εφέρετο να έχει καλέσει, στη συνέχεια, γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό να δώσουν όρκο τιμής ότι δεν θα αποκαλυφθεί το περιστατικό». «Ομερτά», όπως καταλόγισαν στη συνέχεια άλλα δημοσιογραφικά site – μολονότι κανένας από τους αποκαλυπτικούς αυτούς δημοσιογράφους δεν το έκρινε σκόπιμο να μπει στον κόπο να ζητήσει εξηγήσεις από οποιονδήποτε υπεύθυνο του προγράμματος.
Για την «ομερτά» ο ίδιος ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος μας ενημέρωσε μέσω ανακοίνωσης την ίδια κιόλας μέρα –για την ακρίβεια λίγες ώρες μετά την εκπομπή του Σαββάτου– ότι διατάχθηκε ΕΔΕ «με το ερώτημα της παύσης κάθε υπευθύνου», ενώ επιβεβαίωσε την προαναγγελθείσα από την δημοσιογράφο εισαγγελική έρευνα «για το ποιοι φιλοξενούνται εκεί μέσα και ποιοι είναι αυτοί, γιατί είναι τέσσερα συγκεκριμένα  άτομα, ποιοι κάνουν το πλιάτσικο, ποιοι χτυπάνε, τρομοκρατικές ομάδες, τελοσπάντων…».
Οι εξηγήσεις που δεν ζητήθηκαν

Η άνευ ονόματος αναφερόμενη στα δημοσιεύματα επιστημονική υπεύθυνη του 18 ΑΝΩ, είναι στην πραγματικότητα η διευθύντριά του και είναι κάτι παραπάνω από γνωστή – και σίγουρα στην πλειοψηφία των δημοσιογράφων, τουλάχιστον αυτών που συνδέουν την έννοια της  δημοσιογραφίας με το ρεπορτάζ. Λέγεται Κατερίνα Μάτσα και είναι πρωτοπόρος στον τομέα της απεξάρτησης και της κοινωνικής επανένταξης  Και ο υπουργός την ξέρει. Τον προειδοποιούσε παντοιοτρόπως, πολύ πριν την σημερινή κατάσταση, ότι η κρίση οδηγεί σε αύξηση της εξάρτησης και ότι οφείλουμε να στηρίξουμε ως κοινωνία πιο πολύ από ποτέ «τους ευαίσθητους δέκτες αυτής της συστημικής κρίσης, που οδηγεί στον κατακερματισμό του κοινωνικού ιστού, αρχίζοντας από τα πιο αδύναμα στοιχεία».
Σε πείσμα της αναμφίβολα ορθόδοξης δημοσιογραφικής πρακτικής των άλλων ΜΜΕ που βρίσκει τα στοιχεία με… μαγικό τρόπο, το UNFOLLOW απευθύνθηκε στην ίδια την επιστημονική υπεύθυνη και τη ρώτησε τι συνέβη.
«Κάποια παιδιά πήγαν στην πορεία της 12ης Φεβρουαρίου» μας απάντησε η Κ. Μάτσα «και επιστρέφοντας στον ξενώνα στον οποίο διαμένουν, βρήκαν πεταμένα στο δρόμο κάποια πράγματα –ρούχα και παπούτσια– και τα πήραν. Την επομένη το πρωί, τα ίδια τα παιδιά θεώρησαν ότι αυτή η πράξη τους σηματοδοτούσε πισωγύρισμα στον παλιό τρόπο ζωής, “ολίσθηση” στην πορεία της κοινωνικής επανένταξης, όπως λέγεται επιστημονικά, και έτσι αποφάσισαν μόνοι τους να μιλήσουν στους θεραπευτές τους. Από αυτούς ενημερώθηκε όλη η θεραπευτική ομάδα η οποία και το αντιμετώπισε όπως όφειλε: ως θεραπευτικό ζήτημα. Επομένως υπήρχε εξ’ ορισμού το ιατρικό απόρρητο και όχι οι “όρκοι σιωπής” ή “ομερτά”, όπως είπαν και έγραψαν. Είναι θεραπευτική αρχή το να μην ποινικοποιούμε τη θεραπεία, η οποία ούτως ή άλλως έχει τους κανόνες της και τις αρχές της».
Και τι συνέβη, ρωτήσαμε, με τα παιδιά που ενεπλάκησαν στο περιστατικό; «Έφυγαν» απάντησε «από τους ξενώνες και επέστρεψαν στο στάδιο της εμψύχωσης». Το θέμα, ωστόσο, όπως δηλώνει και η ίδια αλλά επιβεβαιώνουν και οι υπόλοιποι θεραπευτές συζητήθηκε σε όλες τις δομές και αναπτύχθηκε πολύ σοβαρός προβληματισμός για αυτό το πισωγύρισμα. «Και τα παιδιά που συμμετείχαν και εκείνα που φοβήθηκαν και δεν κατέβηκαν στη διαδήλωση, κατάλαβαν πολύ καλά το πώς, ενώ δίνεις τη μάχη της κοινωνικής επανένταξης, μπορεί κάποια στιγμή να ολισθήσεις στην παραβατικότητα. Κάποια μάλιστα από τα παιδιά που έκαναν το πισωγύρισμα, μέσα σε αυτούς τους μήνες που μεσολάβησαν, προχώρησαν τόσο στη θεραπεία τους, ώστε σήμερα να επιστρέφουν στον ξενώνα».
Το ζήτημα λοιπόν δεν προέκυψε από την κλειστή φάση του προγράμματος, όπως γράφτηκε στα ΜΜΕ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δίδεται «ειδική άδεια» από την επιστημονική υπεύθυνη για να συμμετέχουν τα παιδιά στις διαδηλώσεις. Προέκυψε από τους ξενώνες επανένταξης, στους οποίους ελεύθερα μετακινούνται οι διαμένοντες. Επίσης, το θέμα συζητήθηκε και στις τρεις επανεντάξεις του 18 ΑΝΩ (δύο ανδρών, μία γυναικών – χωρητικότητας περίπου 100 ανθρώπων) και από όλους τους θεραπευτές. Μάλλον δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι αν θέλει κάποιος να κρατήσει κάτι μυστικό, δεν το κοινοποιεί σε… 100 άτομα.
Αυτά είναι τα γεγονότα: Όχι «ομερτά» αλλά ιατρικό απόρρητο, όχι «υπόθαλψη» αλλά θεραπευτική διαδικασία και συζήτηση μεταξύ των θεραπευτών.
Οι ακαριαίες αντιδράσεις των… αρχών
Μήπως, ωστόσο, έχει κάποια βάση ο ισχυρισμός πως το περιστατικό καταδεικνύει ότι το πρόγραμμα δεν λειτούργησε όσο αποτελεσματικά θα έπρεπε;
«Με βάσει τα διεθνή δεδομένα» λέει η Κ. Μάτσα «αναφορικά με τη σχέση τοξικομανίας και παραβατικότητας, όταν ένας τοξικομανής μπαίνει σε στεγνό πρόγραμμα έχει ένα 80% παραβατικότητα. Όταν φεύγει, η παραβατικότητα μηδενίζεται. Στην πορεία του προγράμματος μπορεί να έχεις κάποιες ολισθήσεις. Αυτές όμως, εφόσον παραμένει στο πρόγραμμα, αντιμετωπίζονται θεραπευτικά και όχι νομικά. Αυτό μετέδωσαν και οι παλαιότεροι θεραπευτές στους νεώτερους και όλοι τους έκαναν έξτρα συναντήσεις για το θέμα. Δεν πέρασε έτσι από το πρόγραμμα και ουδέποτε είπαμε ότι δεν θα αποκαλύψουμε πουθενά τι έγινε. Το γεγονός όμως ότι δύο μήνες μετά, μία νοσηλεύτρια, η οποία ήταν και υπεύθυνη του ξενώνα, καταφεύγει στη νοσηλευτική υπηρεσία, χωρίς να έρθει σε επαφή ούτε με τον επιστημονικά υπεύθυνο της επανένταξης ούτε με εμένα, που είμαι η διευθύντρια του προγράμματος, και έπειτα απευθύνεται στον σύλλογο εργαζομένων του ΨΝΑ, λες και πρόκειται για συνδικαλιστικό ζήτημα και από εκεί στον διοικητή, μάλλον άλλα πράγματα δείχνει». Και γίνεται σαφέστερη: «Αυτό δείχνει αφενός ότι υπάρχει ένα σχέδιο να στιγματιστούν τα παιδιά. Γιατί τους παίρνει όλους η μπόρα με χαρακτηρισμούς όπως “πλιατσικολόγοι” και “εγκληματίες”. Άντε τώρα να πάει ένα παιδί να ζητήσει δουλειά λέγοντας ότι τελείωσε το 18 ΑΝΩ. Μέχρι τώρα το έλεγαν με περηφάνια. Τώρα θα ντρέπονται. Επίσης σπιλώνει τους θεραπευτές οι οποίοι δίνουν την ψυχή τους. Είχα σκοπό να βγω στην τηλεόραση να δείξω τα εκκαθαριστικά τους. Αρχίζουν από 200 ευρώ το μήνα και το ανώτερο είναι στα 600 ευρώ. Πώς να μιλήσουμε όμως τώρα όταν ο δημόσιος διάλογος δαιμονοποίησε ολόκληρο το πρόγραμμα;».
Όσο για το τι πιστεύει για την έκβαση της υπόθεσης; «Είναι απαράδεκτη και πιστεύω ότι θα καταπέσει. Έχουμε αποδείξει τόσα χρόνια τι είμαστε ως πρόγραμμα. Ο κόσμος ξέρει τι προσφέρει το 18 ΑΝΩ».
Της ίδιας άποψης είναι και η δικηγόρος του προγράμματος, Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία λέει για την προς διερεύνηση κατηγορία της «κλοπής» και της «υπόθαλψης εγκληματία», με την οποία βαρύνεται το πρόγραμμα: «Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ποινικό αδίκημα. Το να βρεις στα σκουπίδια, στην άκρη του δρόμου, πεταμένα ρούχα και να τα πάρεις, δεν είναι κλοπή. Ο νόμος δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Δεν συμμετείχαν σε κανένα πλιάτσικο, τα βρήκαν στο δρόμο και τα πήραν. Μάλιστα μιλάμε και για αντικείμενα ευτελούς αξίας, ρούχα και παπούτσια. Από κει και πέρα, έχει ένα ενδιαφέρον το πώς διαβιβάστηκε ένα ήσσονος νομικής αξίας θέμα στην Εισαγγελία αλλά και το πόσο άμεσα ένα τμήμα, όπως αυτό του Αγίου Παντελεήμονα, το οποίο έχει ένα σωρό υποθέσεις να χειριστεί, έστειλε μέσα σε ελάχιστο διάστημα αστυνομικούς της Ασφάλειας σε άλλο ξενώνα του προγράμματος, γιατί είχαν, λέει, πληροφορίες ότι θα βρουν τα αντικείμενα. Ο χρόνος λοιπόν κατά τον οποίο ενήργησαν οι Αρχές, ύστερα από την καταγγελία που θυμήθηκε να κάνει η καταγγέλλουσα δύο μήνες μετά το συμβάν, έχουν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον».
Όπως προκύπτει, πράγματι, από τη δική μας έρευνα, η καταγγελία της νοσηλεύτριας διαβιβάστηκε από τον ίδιο τον διοικητή του Ψ.Ν.Α. απευθείας στις εισαγγελικές αρχές, χωρίς πρώτα να ερευνήσει ο ίδιος μέσω εσωτερικής προκαταρκτικής έρευνας, ως φυσικός προϊστάμενος της διευθύντριας Κ. Μάτσα, αν πρώτα απ’ όλα η καταγγελία ήταν διερευνητέα.
Εντύπωση προκαλεί ότι ο διοικητής επέλεξε να θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της ίδιας της υπηρεσίας υγείας, της οποίας προΐσταται, ενεργοποιώντας μια διαδικασία που κατέληξε σε αστυνομικούς να χτυπούν τις πόρτες των ξενώνων, διαταράσσοντας έτσι τις ευαίσθητες ισορροπίες όλων των θεραπευομένων και διακινδυνεύοντας ό,τι έχουν επιτύχει ως τώρα, και προκαλώντας δημοσιότητα δυσανάλογη με τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος. Προφανώς, η κατ’ εξαίρεση αστραπιαία κινητοποίηση της εισαγγελίας και των διωκτικών αρχών, καθώς και η αναπόφευκτη μεγάλη δημοσιότητα, ήταν κατά την κρίση του διοικητή… μονόδρομος, για μια υπόθεση πεταμένων ρούχων.
Ο διοικητής του νοσοκομείου, παρεμπιπτόντως, διορίστηκε στο Ψ.Ν.Α. το καλοκαίρι, με εκείνη την περιβόητη μεταμεσονύχτια απόφαση του υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου, με την οποία αντικατέστησε όλους τους διοικητές νοσοκομείων. Είναι ο Όθωνας Χαραλαμπάκης, ο οποίος τυγχάνει και πρώην σύμβουλος του υπουργού Υγείας. Είναι διοικητής των νοσοκομείων «Δαφνί» και «Δρομοκαΐτειο». Όταν επικοινωνήσαμε μαζί του, σεβόμενος, όπως μας είπε, το γεγονός ότι η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, δεσμεύεται από τον εμπιστευτικό της χαρακτήρα και… δεν μπορεί να μας μιλήσει επ’ αυτής. Τα ερωτήματα γιατί δεν κάλεσε ποτέ την υφισταμένη του διευθύντρια για εξηγήσεις και γιατί δεν επέλεξε να ελέγξει πρώτα εσωτερικά την βαρύτητα των καταγγελιών, προστατεύοντας έτσι το ίδιο του το πρόγραμμα, προτού το παραδώσει βορά στα ΜΜΕ, διαβιβάζοντας μια καταγγελία για την οποία όφειλε να γνωρίζει πόση δημοσιότητα θα πάρει, μένουν αναπάντητα.
Ο υπουργός, οι «εξτρεμιστές» και τα «εύκολα» υποκατάστατα
Ο υπουργός Υγείας Α. Λοβέρδος και η διευθύντρια του 18 ΑΝΩ Κ. Μάτσα έχουν διαμορφωμένη «σχέση»: κατ’ εξοχήν πεδίο αντιπαράθεσής τους αποτελεί η πολιτική του υπουργείου υγείας σχετικά με την απεξάρτηση – καθώς η Κ. Μάτσα, που ευθέως πλήττεται από το ζήτημα που ανέκυψε, είναι μια από τις ηχηρότερες επικριτικές φωνές της πολιτικής του υπουργείου που προωθεί τα προγράμματα υποκαταστάτων και υπονομεύει τα «στεγνά».
«Ένας άνθρωπος που μπήκε στα ναρκωτικά» μας λέει η Κ. Μάτσα «δεν θα σταματήσει αν δεν αλλάξει ριζικά.  Αυτό το παθητικό, άβουλο, ανασφαλές πλάσμα που είναι ο άνθρωπος στη χρήση, δεν μπορεί να σταματήσει παρά μόνο όταν μέσω της ψυχοθεραπείας καταφέρει να σηκώσει ανάστημα, να καταλάβει, να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και εντέλει να διεκδικήσει το δικαίωμά του στη ζωή. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές των υποκαταστάτων, όμως, αλλά και του ταυτόχρονου πολέμου στα στεγνά προγράμματα, αποδεικνύουν ότι κάποιοι δεν θέλουν τέτοιους ανθρώπους. Αλήθεια, προτιμούν να τους συντηρούν σε καταστολή με υποκατάστατα;»
Από το περασμένο καλοκαίρι, ο υπουργός από την πλευρά του αναφερόταν υπερηφάνως, από την ίδια εκπομπή του MEGA, στην κατάργηση «της λίστας της ντροπής του ΟΚΑΝΑ», μέσω του νέου προγράμματος χορήγησης μεθαδόνης από τα νοσοκομεία. Ίσως, μάλιστα, να αναφερόταν και στην Κ. Μάτσα όταν δήλωνε: «Τόσα χρόνια δεν προχωρούσαμε γιατί έχουμε στερεότυπα. Γιατί λέγαμε ότι για να χορηγήσουμε ένα υποκατάστατο πρέπει να έχουμε τρεις γιατρούς, δύο ψυχολόγους, δύο νοσοκόμες, τρία δωμάτια, τέσσερα κρεβάτια… Κάτσε ρε φίλε! Πώς θα τα φτιάξεις όλα αυτά;».
Και ο υπουργός Υγείας συνέχιζε: «Θα πας λοιπόν σ’ ένα ταχύρυθμο, εύκολο πρόγραμμα χορήγησης υποκαταστάτων σε πείσμα των εξτρεμιστών του χώρου. Γιατί το θέμα των ναρκωτικών το πληρώνουμε εξαιτίας των εξτρεμιστών του χώρου που επέβαλαν ότι όλα αυτά πρέπει να είναι τέλεια για να δώσεις ένα γραμμάριο». Υπενθυμίζοντάς μας δε τις προεκλογικές δηλώσεις του τότε ηγέτη της «Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης», βάσει των οποίων «ακόμα και κατ’ οίκον θα το στέλνουμε προκειμένου να εξαλείψουμε τη λίστα της ντροπής», ο υπουργός Υγείας επεκτάθηκε στο παράδειγμα ενός πολυϊατρείου του ΙΚΑ όπου «ουδείς το παίρνει χαμπάρι διότι είναι μια συναλλαγή [sic] ενός ανθρώπου σαν κι εμάς που πάει με το αυτοκίνητο ή τη μηχανή του, παίρνει το υποκατάστατό του και πάει στη δουλειά του». (Η ίδια εκπομπή έχει προσφέρει κι άλλοτε φιλόξενο βήμα στην έκφραση εκτίμησης του Α. Λοβέρδου για τον Γ. Παπανδρέου. Εκεί είχε δηλώσει και το περίφημο «Θα γίνει μακελειό αν πειράξει κανείς τον Παπανδρέου…», θέλοντας να αποτρέψει το ενδεχόμενο πιθανής δίωξης του τέως πρωθυπουργού για την διόγκωση του ελλείμματος της χώρας.)
Η απάντηση της Κ. Μάτσα ήταν άμεση, λίγες ημέρες μετά την συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Υπουργός το καλοκαίρι, εξαγγέλλοντας το πρόγραμμα υποκαταστάτων και το κλείσιμο δομών του ΟΚΑΝΑ: «Από κυβερνητικούς κύκλους προωθείται συστηματικά, με τη συνδρομή, μάλιστα, τηλεοπτικών εκπομπών υψηλής τηλεθέασης, η αντίληψη ότι η τοξικομανία αποτελεί “χρόνια ανίατη νόσο”, που η θεραπεία της συνίσταται στη χορήγηση υποκατάστατων των ναρκωτικών, περίπου σαν την ινσουλίνη του διαβητικού! Μ’ αυτό τον τρόπο, ανάγοντας αυθαίρετα στην ιατρική παθολογία τον κοινωνικό βασικά χαρακτήρα του πολύπλοκου και πολυπαραγοντικού φαινομένου της τοξικομανίας, επιχειρείται η απενοχοποίηση της κοινωνίας και η άρνηση των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν τους γενεσιουργούς παράγοντες».
Η «σχέση» τους δυναμιτίστηκε έτι περεταίρω με την εξαγγελία του υπουργείου τον Αύγουστο για σημαντική μείωση των δαπανών σε φορείς πρόνοιας και ψυχικής υγείας, καθώς ακολούθησαν μεγάλες κινητοποιήσεις από τους δημόσιους λειτουργούς και ασφαλώς και από την ίδια την επιστημονική υπεύθυνη του 18 ΑΝΩ. Και το ποτήρι μοιάζει να ξεχειλίζει ύστερα από την στοχοποίηση των τοξικοεξαρτημένων και την αύξηση των οροθετικών χρηστών. Σε συνέντευξη Τύπου μάλιστα της Ελληνικής Εταιρίας για το AIDS, στην οποία είχε παραβρεθεί και ο ίδιος ο υπουργός, ο πρόεδρός της Μάριος Λαζανάς είχε –μάλλον αυθαίρετα, σύμφωνα με την πλειονότητα των συναδέλφων του– δηλώσει ότι «υπάρχουν τοξικομανείς που θέλουν να κολλήσουν για να πάρουν το επίδομα της Πρόνοιας». Ο Α. Λοβέρδος με τη σειρά του δήλωσε συντετριμμένος από τα αποτελέσματα των ερευνών του ΚΕΕΛΠΝΟ, εξ ου και έσπευσε να προμηθευτεί 100 χιλιάδες καινούργιες σύριγγες ως μέσο προστασίας.
Σε ερώτηση του UNFOLLOW κατά τη διάρκεια εκείνης της συνέντευξης Τύπου τότε γιατί μειώνουν τις δαπάνες σε φορείς απεξάρτησης, η απάντηση συνοπτικά ήταν ότι ανοίγουν μονάδες χορήγησης υποκαταστάτων μέσα στα νοσοκομεία. Σε σχετικό ρεπορτάζ του UNFOLLOW#1 (Δεκέμβριος 2011), η Κ. Μάτσα είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Με τα προγράμματα αυτά, ανάγεται αυθαίρετα στην ιατρική παθολογία ο κοινωνικός χαρακτήρας της τοξικομανίας […] ενώ ταυτόχρονα το μήνυμα που περνάμε στην κοινωνία είναι ότι αυτά τα παιδιά είναι άρρωστα, ότι δεν θα γίνουν ποτέ καλά, οπότε ας φροντίσουμε να μη μας ενοχλούν και άρα πολύ. Δημιουργούμε εξιλαστήρια θύματα και αρνούμαστε να εξετάσουμε τις αιτίες».
Η υγεία της κρίσης  
Ο υπεύθυνος του Κέντρου Πρόληψης Αχαρνών και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Κέντρων Πρόληψης, Παναγιώτης Τριανταφύλλου, επιχειρεί να αποτυπώσει την πολιτική του υπουργείου Υγείας σε αριθμούς: «Οι μειώσεις που εξαγγέλθηκαν τον περασμένο Αύγουστο από το υπουργείο Υγείας σε όλες τις δαπάνες για την πρόληψη, την απεξάρτηση και την επανένταξη των χρηστών, βάσει των στοιχείων που συλλέξαμε από τις επαφές μας με τους αντίστοιχους συλλόγους εργαζομένων ήταν: – 44%  για τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου πρόνοιας, – 52% στις μονάδες ψυχικής υγείας, – 50% στα κέντρα πρόληψης, – 33% στον ΟΚΑΝΑ, – 20% στο ΚΕΘΕΑ. Δεν είμαστε εναντίον των παράλληλων προγραμμάτων υποκαταστάτων, αρκεί να μην επιλέγονται σε βάρος των στεγνών προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης. Και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε ότι καταργήθηκαν προγράμματα υψηλών προδιαγραφών του ΟΚΑΝΑ, στα οποία χορηγούνταν υποκατάστατα με την ανάλογη, ωστόσο, ψυχοκοινωνική υποστήριξη. Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο επενδύουν σε προγράμματα υποκαταστάτων, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο επενδύουν στην εκκαθάριση του κέντρου. Επενδύουμε στην καταστολή με την ευρεία έννοια. Κι εδώ έχουν μια ιδιαίτερη σημασία οι συμβολισμοί. Η λέξη “εξάρτηση” δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Ο τοξικοεξαρτημένος, εξαρτάται από κάτι. Ο απεξαρτημένος είναι ανεξάρτητος. Έχει ελεύθερη βούληση. Το “υποκατάστατο” δεν θεραπεύει. Υποκαθιστά».
Ο Π. Τριανταφύλλου εμβαθύνει και στον ορισμό της τοξικοεξάρτησης που «κυριαρχεί», όπως λέει «στη συμβατική καθεστηκυία επιστημονική ιδεολογία, επενδυμένη με το κύρος της ψυχιατρικής». «Βάσει αυτού» εξηγεί «όπως ορίζεται στο εγχειρίδιο των διαγνωστικών κριτηρίων ψυχιατρικών διαταραχών DSM IV της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας, η τοξικοεξάρτηση είναι “αυτοπροκαλούμενη νόσος του εγκεφάλου, χρόνια και υποτροπιάζουσα”. Με τον όρο “νόσος”, δικαιολογούνται τα φάρμακα, τα υποκατάστατα δηλαδή. Με τον όρο “αυτοπροκαλούμενη” υπονοείται ότι το ίδιο το άτομο φέρει την ευθύνη και άρα όχι η Πολιτεία. Από κοινωνικό φαινόμενο μετατρέπεται σε ατομικό και άρα απλώς πρέπει να φύγει από τη μέση για να μην ενοχλεί την υπόλοιπη κοινωνία. Με τον όρο δε “χρόνια”, δικαιολογείται η διαιώνιση του προβλήματος και όχι η λύση μέσω της κοινωνικής επανένταξης. Σε αυτή τη φιλοσοφία, την αμερικανική, κινείται και ο νέος νόμος περί ναρκωτικών και έχει ένα ενδιαφέρον το γιατί επελέγη η φιλοσοφία του αμερικανικού εγχειριδίου και όχι του διεθνούς, το οποίο ορίζει την εξάρτηση ως κοινωνικό φαινόμενο».
Υπάρχει, ωστόσο, ένα έστω και αδήλωτο αντεπιχείρημα της απέναντι πλευράς, το οποίο συνοψίζεται στην αναγκαιότητα της «λιτότητας» εν μέσω οικονομικής κρίσης. Ρωτάμε, συνεπώς: Είναι αλήθεια φθηνότερο το πρόγραμμα υποκαταστάτων σε σχέση με την απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη; Ο υπεύθυνος του Κέντρου Mosaic του ΚΕΘΕΑ Δημήτρης Γιαννάτος απαντά: «Ακούγεται αρκετά προσφάτως ότι η μεθαδόνη κοστίζει μόλις 250 ευρώ τον χρόνο για το κάθε άτομο, ενώ τα έξοδα για τις μονάδες κοινωνικής επανένταξης είναι συγκριτικά πολύ υψηλότερα. Το ΚΕΘΕΑ πραγματοποίησε μία έρευνα την οποία έδωσε στη δημοσιότητα πριν λίγους μήνες, αναφορικά με το κόστος της εξάρτησης και τα οφέλη της θεραπείας. Από αυτήν προέκυπτε ότι η παραμονή και μόνο στη θεραπευτική κοινότητα, ανεξάρτητα από την τελική της  έκβαση, έχει σημαντικά οφέλη για την κοινωνία. Αλλά και καθαρά οικονομικά αν μιλήσουμε, η εξοικονόμηση προκύπτει από τη μείωση του κόστους των υπηρεσιών υγείας, δίωξης, απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σωφρονισμού καθώς και των άλλων εξόδων που προκύπτουν από τη ζωή στη χρήση και τις σχετιζόμενες με την εξάρτηση δραστηριότητες. Οι περικοπές της κρατικής επιχορήγησης στους οργανισμούς απεξάρτησης αυξάνουν μακροπρόθεσμα μεν, σημαντικά δε το δημοσιονομικό κόστος, δεδομένου ότι οι δαπάνες μεταφέρονται σε άλλους τομείς, όπως η δημόσια υγεία, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης κ.λπ.».
Ανακεφαλαιώνοντας, από μια «αποκάλυψη» που δεν αποκαλύπτει τίποτα, μια «ομερτά» που στην πραγματικότητα είναι ιατρικό απόρρητο, μια ταχύτατη αντίδραση αρχών που υπό άλλες συνθήκες θα απαιτούσε απείρως περισσότερο χρόνο και μάλιστα για μια υπόθεση ήσσονος νομικής σημασίας, η οποία προέκυψε από τον ασυνήθιστο ζήλο ενός διοικητή πρώην συμβούλου του υπουργού –και όλα αυτά υπό το φως μιας διαμάχης όπου σεβαστοί εκπρόσωποι της επιστημονικής κοινότητας αντιμάχονται την πολιτική του ίδιου υπουργού– τι είδους συμπέρασμα διαφαίνεται τελικά;
Η τεράστια αγωνία των αρχών και των ΜΜΕ για την «ολίσθηση» ορισμένων μελών ενός προγράμματος απεξάρτησης;
Ή η απόπειρα σπίλωσης και δημόσιας διαπόμπευσης επιστημόνων που δεν κάμφθηκαν από τις κρούσεις περί «εξτρεμισμού» και συνέχισαν να διατρανώνουν την αντίθεσή τους σε μια πολιτική που διαθέτει ως μοναδικό επιχείρημα τη λιτότητα – ένα επιχείρημα που κι αυτό είναι λανθασμένο;
Το ρεπορτάζ αυτό προέκυψε όταν το πέμπτο τεύχος του UNFOLLOW βρισκόταν ήδη στο τυπογραφείο. Θα το παρακολουθούμε και, αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε εντύπως.
Το UNFOLLOW#5 κυκλοφορεί στα περίπτερα σε όλη την Ελλάδα, αύριο, Παρασκευή 20/4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου