12.22.2014

ΤΟ ΒΙΑΙΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΩΝ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Για όποιον δεν ζει από τα μέσα την καθημερινή τραγωδία, τον «καθημερινό θάνατο» των υπαρχόντων υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, είναι, ίσως, δύσκολο να συλλάβει σε τι συνίσταται και πώς εκφράζεται αυτός ο θάνατος.

 
Ισως σε μερικούς ν΄ ακούγεται και ως μια μεγαλόστομη, καταγγελτικού τύπου δήλωση με σκοπό να τεθούν εμπόδια στο προωθούμενο κλείσιμο, μέσα στο 2015, των εναπομεινάντων ψυχιατρείων - σαν, απλώς, μια ιδρυματική άμυνα με σκοπό την υπεράσπιση στενά συνδικαλιστικών και συντεχνιακών συμφερόντων. 
 
Αυτό που δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση είναι το γεγονός ότι αυτοί που προωθούν, με ταχείς ρυθμούς, το κλείσιμο των ψυχιατρείων, χρησιμοποιούν την ορολογία, και το συσχετίζουν με την ολοκλήρωση, της πάλαι ποτέ «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» - ένας όρος που, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, είναι ικανός να στεγάζει «κουλτούρες, πρακτικές και συστήματα» με διαμετρικά αντίθετο περιεχόμενο, λειτουργία και κοινωνικό ρόλο.
 
Για το «κλείσιμο του ψυχιατρείου» παλεύαμε όλα αυτά τα χρόνια και εξακολουθούμε να παλεύουμε, ως ενός αντιθεραπευτικού, κατασταλτικού και βάρβαρου θεσμού - ένα κλείσιμο στη λογική της Αποιδρυματοποίησης. Όχι, δηλαδή, ως απλής κατάργησης, αλλά ως ξεπεράσματος του ψυχιατρείου, καθώς και του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος, στο οποίο αυτό βασίζεται, προς ένα ολοκληρωμένο και κοινοτικά βασισμένο σύστημα υπηρεσιών, που εγκαθιδρύει ένα ριζικά εναλλακτικό τρόπο στη σύλληψη και κατανόηση του ψυχικού πόνου, καθώς και των απαντήσεων στην πολυπλοκότητα των αναγκών που αυτός εκφράζει. Με σεβασμό στην αξιοπρέπεια και στην υποκειμενικότητα του ψυχικά πάσχοντος και με αυτονόητη (στο βαθμό που μιλάμε, και πραγματικά το εννοούμε, για Αποιδρυματοποίηση, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και στήριξη εντός του κοινωνικού ιστού) την έμπρακτη αναγνώριση του πλήρους φάσματος των δικαιωμάτων (ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών) και την πραγματική, υλική πρόσβαση σ΄ αυτά. 
 
Αντίθετα, το «κλείσιμο» που επιχειρείται αυτή την στιγμή στην Ελλάδα είναι κάτι πολύ χειρότερο ακόμα και από αυτό που ο Franco Basaglia* χαρακτήριζε ως «εκμοντερνισμό μιας απαρχαιωμένης μορφής διαχείρισης» και ως «εξαγωγή στην κοινότητα της ίδιας λογικής»(1). Αποτελεί, αντί για αποδυνάμωση και αποδόμηση, την περαιτέρω ενδυνάμωση «των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και επιβολής κυρώσεων», καθώς και του «μηχανισμού κατανομής των χρηστών στην αντίστοιχη δόση κυρώσεων που κρίνει για τον καθένα ως κατάλληλη»(2). 
 
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική, όχημα της οποίας είναι η επιβολή των διαδοχικών μνημονίων και που στην Ψυχική Υγεία εκφράζεται, μεταξύ άλλων, με το επιχειρούμενο βίαιο κλείσιμο των ψυχιατρείων, επιβάλει αυτή τη «μετρημένη, για την κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, δόση κυρώσεων»(3) κλιμακωτά : από το επίπεδο της πλήρους θεραπευτικής και κοινωνικής εγκατάλειψης, σε αυτό της δημιουργίας, στη θέση του ψυχιατρείου και μέσα στο έρημο από τις όποιες υπηρεσίες τοπίο, δομών «υψίστης ασφαλείας» για τον εγκλεισμό αυτών που η κυρίαρχη Ψυχιατρική κρίνει ως «επικίνδυνους» για την κυρίαρχη Κοινωνική Τάξη, εξαιτίας της ψυχικής τους νόσου και του εξ΄ αυτής «ακαταλόγιστου» χαρακτήρα των πράξεών τους. Την ώρα που σε χώρες όπως η Ιταλία έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση ο θεσμός του «δικαστικού ψυχιατρείου», η Ελλάδα σχεδιάζεται σύντομα ν΄ αποκτήσει, για πρώτη φορά, δυο «δικαστικά ψυχιατρεία». Αλλωστε, η έμφαση στην «επικινδυνότητα» και στην δημιουργία αντίστοιχων «δομών ασφαλείας» είναι, σε όλη την Ευρώπη, στην κατεύθυνση αυτού που επιχειρείται στην Ελλάδα και όχι αυτού που ενεργητικά διεκδικείται στην Ιταλία.
 
Για να κατανοήσει κανείς την διαλυτική κρίση που αντιμετωπίζει το σύστημα της Ψυχικής Υγείας στη Ελλάδα, πρέπει να τη δει στο φως της 30χρονης διαδρομής της λεγόμενης «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», η οποία ξεκίνησε, το 1984, όχι γιατί υπήρξε ως όραμα κάποιου κοινωνικού κινήματος που πάλεψε γι΄ αυτήν, ούτε γιατί η ψυχιατρική κοινότητα την διεκδίκησε ποτέ ως θεμελιακό εργαλείο για την απεμπλοκή της από τις κατασταλτικές πρακτικές και τον κοινωνικό έλεγχο προς μια πραγματικά θεραπευτική και χειραφετητική κουλτούρα και πρακτική. 
 
Ηταν το «σκάνδαλο της Λέρου», ως προϊόντος αυτής της κυρίαρχης ψυχιατρικής και του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους στην Ελλάδα, που λειτούργησε σαν μια εξωτερική, διεθνής πίεση για το ξεκίνημα, το 1984, διαδικασιών μετασχηματισμού μέσω συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. 
 
Δεν υπήρξε, ωστόσο, ποτέ ένας σοβαρός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός μιας πολιτικής ψυχικής υγείας στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος του ψυχιατρείου (που θα συνεπαγόταν το ταυτόχρονο ξεπέρασμα του, συνδεδεμένου με αυτό, κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος) αλλά, ως επί το πλείστον, δράσεις και προγράμματα στην κατεύθυνση απλώς του εξωραϊσμού του. 
 
Όπως τόνιζε με έμφαση ο Franco Basaglia, είναι αναγκαίο «να κοιτάξουμε πέρα από το άσυλο, στο ρόλο που έχει η ψυχιατρική στην ευρύτερη κοινωνία, καθώς οι ψυχιατρικές διαγνώσεις είναι ριζωμένες στην επικρατούσα ηθική τάξη που ορίζει το φυσιολογικό και το μη φυσιολογικό με τους δικούς της άκαμπτους όρους» (4). Η ίδια η ύπαρξη του ψυχιατρείου, πρόσθετε, ενσαρκώνει την κεντρική αντίφαση της ίδιας της ψυχιατρικής, αυτήν μεταξύ θεραπείας και φύλαξης, με την φύλαξη να πνίγει και να ακυρώνει την θεραπεία.
 
Ετσι, πλην εξαιρέσεων, που αποτέλεσαν απλώς νησίδες σε ένα ιδρυματικό σύστημα που αντιστεκόταν σθεναρά στον όποιο ριζικό μετασχηματισμό, το αποτέλεσμα ήταν ένας εκσυγχρονισμός του συστήματος, με τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα να κατευθύνονται σε ενέργειες που δεν οδηγούσαν σε ένα ριζικά εναλλακτικό σύστημα υπηρεσιών, αφού η κουλτούρα και η πρακτική που τα καθοδηγούσε, έμενε ανέπαφη, αλλά σε δράσεις και δομές που απλώς αναπαρήγαγαν το παραδοσιακό «κύκλωμα του ελέγχου» υπό μια νεο-ιδρυματική μορφή. Η εμμονή και η αγκύλωση στο κυρίαρχο ψυχιατρικό παράδειγμα μπορεί να οδηγήσει είτε, το πολύ, στον εξωραϊσμό του ασύλου, είτε σε λογικές και πρακτικές Απονοσοκομειοποίησης (αυτές που ζούμε σήμερα), που αποτελούν, απλώς, την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Από τον εγκλεισμό στην εγκατάλειψη.
 
Ο ριζικός, αν και ημιτελής, μετασχηματισμός στη Λέρο έγινε δυνατός μόνο με τη συνεργασία που υπήρξε (στην σύλληψη, στον σχεδιασμό και στην οργάνωση του μετασχηματισμού και με την πρακτική συμμετοχή για τη υλοποίησή του) με την ομάδα από τη Τεργέστη. 
 
Αυτή η παρέμβαση για τον ριζικό μετασχηματισμό του ΚΘ Λέρου, στην κατεύθυνση της Αποιδρυματοποίησης, ήταν σε πλήρη αντιδιαστολή με την άνωθεν οργανωμένη, εν είδει επιχειρηματικού συμβολαίου με το κράτος, βιαστική παρέμβαση στη Λέρο ομάδων των ΜΚΟ, δίμηνης διάρκειας, για επιλογή των «πιο λειτουργικών» εκ των «τροφίμων» και μεταφορά τους σε οικοτροφεία σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτό το μοντέλο δράσης διατηρείται αναλλοίωτο μέχρι σήμερα, με τις ΜΚΟ, στις οποίες έχει ανατεθεί το 40 % της μεταστέγασης των ασθενών χρόνιας παραμονής των ψυχιατρείων, να αναπαράγουν μιαν επιχειρηματικού χαρακτήρα θεραπευτική πρακτική, μέσω σύντομων, ολιγόωρων επισκέψεων σε διάφορα τμήματα των ψυχιατρείων προς επιλογή των πιο «λειτουργικών» ασθενών και την «επιστροφή» τους πίσω, όταν η αρχική εκτίμηση για το λειτουργικό τους επίπεδο αποδειχθεί «ανακριβής», δηλαδή, όταν έρχονται αντιμέτωποι με μια πολυπλοκότητα την οποία δεν είναι σε θέση να υποδέχονται και να αντιμετωπίζουν. 
 
Ο δομές των ΜΚΟ (αλλά και οι περισσότερες του δημόσιου τομέα) λειτουργούν στην λογική της προτεραιότητας των αυτο -επιβαλλόμενων κριτηρίων λειτουργίας τη δομής, στη βάση των οποίων πρέπει να γίνεται δεκτός ο «κατάλληλος ασθενής» και όχι στη βάση της ικανότητας της δομής ν΄ αναπτύσσει εξατομικευμένα θεραπευτικά προγράμματα προσαρμοσμένα στην ιδιαιτερότητα και στην πολυπλοκότητα των αναγκών του υποκειμένου. 
 
Στη διάρκεια των 30 χρόνων, που συμπληρώθηκαν φέτος, της συγχρηματοδοτούμενης, με την ΕΕ, «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα, αυτό που έγινε ήταν κυρίως μια μεταστέγαση (transinstitutionalization) των ασθενών χρόνιας παραμονής των ψυχιατρείων σε στεγαστικές μονάδες μέσα στην κοινότητα. Στις πολλές από αυτές τις μονάδες μεταφέρθηκαν ταυτόχρονα και οι κώδικες λειτουργίας του ψυχιατρείου (κλειδωμένες πόρτες, μηχανικές καθηλώσεις, απομονώσεις, κάμερες κοκ). Ελάχιστα ΚΨΥ υπάρχουν σε όλη τη χώρα, τα περισσότερα εκ των οποίων υπολειτουργούν (με ελάχιστο προσωπικό) και υπάρχουν μόνο κατ΄ όνομα, αλλά και όταν λειτουργούν, αυτή η λειτουργία είναι αυτο-αναφορική και στη λογική του εξωτερικού ιατρείου, προσανατολισμένη στα πιο «ελαφρά» περιστατικά, συχνά με αποκλειστικά πρωινό ωράριο λειτουργίας και δεν διασυνδέεται με κανένα τρόπο με άλλες υπηρεσίες. 
 
Αλλωστε, παρά τα 30 χρόνια που πέρασαν «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», δεν έχει υπάρξει ούτε καν η Τομεοποίηση των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα, όχι μόνο να μην υπάρχει υποστηρικτικό δίκτυο υπηρεσιών στον «τόπο κατοικίας», αλλά και όταν κάποιος χρειαστεί νοσηλεία, ιδιαίτερα μάλιστα επείγουσα, μπορεί κάθε φορά να βρεθεί σε άλλο νοσοκομείο, αυτό που θα τύχει να εφημερεύει την ημέρα που θα γίνει η εισαγωγή του. Στην επαρχία και στα νησιά υπάρχουν οι λεγόμενες Κινητές Μονάδες, που ανήκουν (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) σε ΜΚΟ, οι οποίες υποτίθεται ότι καλύπτουν, μέσα από επισκέψεις στα διάφορα χωριά και νησιά, μια ή δυο φορές το μήνα, κάποιες ανάγκες, αλλά και πάλι, σε λογικές, συνήθως, εξωτερικού ιατρείου, χωρίς, ως επί το πλείστον, ουσιαστική διασύνδεση με άλλες υπηρεσίες, ενώ συχνά, λόγω των χρόνιων προβλημάτων στη χρηματοδότησή τους, μπορεί να μένουν χωρίς προσωπικό και ν΄ αυξομειώνουν τις επισκέψεις ανάλογα με τη συγκυρία.
 
Ετσι, δεν προκαλεί, πλέον, εντύπωση το γεγονός ότι, όπως 30 χρόνια πριν, έτσι και τώρα, το ποσοστό των εισαγωγών που είναι ακούσιες, παραμένει στο 55%. Από μόνος του αυτός ο δείκτης δείχνει ότι το παραδοσιακό «κύκλωμα του ελέγχου» λειτουργεί αναλλοίωτο. 
 
Η κατάσταση στις μονάδες νοσηλείας, στα τμήματα εισαγωγών, τόσο στα ψυχιατρεία, όσο και στα γενικά νοσοκομεία, είναι απερίγραπτη. Καθημερινά, στην συντριπτική πλειονότητα των μονάδων αυτών, εκτός από τις κανονικές κλίνες (20-27), προστίθενται και πέντε, δέκα, έως και τριάντα, ενίοτε, ‘πρόσθετες κλίνες’ (ράντζα) για να καλύψουν τις ανάγκες των εισαγωγών. Οι διάδρομοι, οι τραπεζαρίες, τα καθιστικά γεμίζουν ράντζα. 
 
Σε έναν πρόχειρο υπολογισμό που έχουμε κάνει, παίρνοντας ως σημείο αναφοράς την Τεργέστη, η οποία έχει, πλέον, 32 κλίνες (στα ΚΨΥ και στο Diagnosi e Cura) για έναν πληθυσμό 240.000 κατοίκων, υπολογίσαμε ότι στην Ελλάδα, με βάση την πληθυσμιακή αναλογία, θα χρειάζονταν περί τις 1500 κλίνες, αν όλη η Ελλάδα ήταν Τεργέστη, αν είχε, δηλαδή, ένα ανάλογα ανεπτυγμένο, κοινοτικά βασισμένο σύστημα υπηρεσιών. Οι κλίνες ψυχιατρικής νοσηλείας (τμήματα εισαγωγών) στην Ελλάδα, η οποία ούτε κατ΄ ελάχιστον διαθέτει το ολοκληρωμένο κοινοτικό σύστημα υπηρεσιών της Τεργέστης, είναι, αυτή τη στιγμή, πολύ λιγότερες. 
 
Η αναγωγή της Αποϊδρυματοποίησης σε μεταστέγαση, στη οποία αναφερθήκαμε προηγούμενα, ισοδυναμούσε με την μεταφορά κλινών από μέσα - έξω, στη λογική της αναπαραγωγής ενός συστήματος αρθρωμένου γύρω από την προσφορά υπηρεσιών στη βάση της κλίνης (νοσηλείας ή στέγασης). Ωστόσο, ακόμα κι΄ έτσι, οι κλίνες στο δημόσιο σύστημα ψυχικής υγείας και συγκεκριμένα στις μονάδες νοσηλείας (τμήματα εισαγωγών) παραμένουν ανεπαρκείς σε αριθμό.
 
Πέρα από την πίεση στο επίπεδο του συνολικού αριθμού των διαθέσιμων κλινών, οι κλινικές στα γενικά νοσοκομεία όχι μόνο δεν λειτούργησαν, έστω κατ΄ ελάχιστον, διαφορετικά από τις κλινικές των ψυχιατρείων, αλλά αναπαρήγαγαν τις πιο κατασταλτικές πτυχές τους, μεταφέροντας αυτούσιους όλους τους κώδικες λειτουργίας του ολοπαγούς ιδρύματος, την κλειδωμένη πόρτα, τις μηχανικές καθηλώσεις, τον μονόδρομο του ψυχοφάρμακου, την ελλιπέστατη μετανοσοκομειακή φροντίδα και στήριξη. Στο βαθμό που υπάρχει, αυτή η μετανοσοκομειακή φροντίδα ανάγεται, ως επί το πλείστον, στις κατά, άλλοτε άλλα, διαστήματα επισκέψεις στο εξωτερικό ιατρείο - μια παρακολούθηση αρθρωμένη κυρίως γύρω από την συνταγογράφηση. 
 
Γι΄ αυτή τη λειτουργία των ψυχιατρικών κλινικών στα γενικά νοσοκομεία ισχύει πλήρως αυτό που τόνιζε ο Basaglia για τη σχέση «της υπέρβασης του ιατρικού μοντέλου και του παραδοσιακού ρόλου του ασθενή» με την «κατάργηση του ψυχιατρείου» : «Η ’ψυχική αρρώστια’, όπως την ξέρουμε, ειδώθηκε όχι σαν αυτό που το ψυχιατρείο θεραπεύει, αλλά σαν αυτό που δημιουργεί : από αυτή την πηγή προέρχονται και οι κατηγορίες της διαταραχής και η θεμελιακή σημασία της ψυχικής αρρώστιας σαν κάτι που απομονώνεται και περιορίζεται. Το κοινωνικό γεγονός του εγκλεισμού, που το ψυχιατρείο υποθάλπει, δημιουργεί ένα ‘σπέρμα’ ή μια ‘μόλυνση’ που μεταφέρεται σε όλη τη γραμμή, μέχρι την ιδιωτική κλινική, το ιατρείο… : όσο υπάρχει ακόμα ο χώρος-ακόμα και αν σπάνια στέλνεται κανείς εκεί-ακόμα και η πιο ήπια μορφή θεραπείας πρέπει να κρύβει την απειλή της έσχατης κύρωσης - τον εγκλεισμό στο νοσοκομείο. Αντίστροφα, η κατάργηση του χώρου σημαίνει αλλαγή της σημασίας της άσκησης της ψυχιατρικής σ΄ όλο το φάσμα των υπηρεσιών, ακόμα και στην κατανόηση των πολιτών»(υπογρ. δική μας)(5). Στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων που λειτουργούν στην Ελλάδα (αν και όχι μόνο σ΄ αυτήν), η μεταφορά της θεραπευτικής δραστηριότητας από το ψυχιατρείο εκεί, δεν συνοδεύτηκε από καμιά «αλλαγή της σημασίας της άσκησης της ψυχιατρικής». Απλώς το άσυλο, με ό, τι αυτό σημαίνει για την αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντα, μετατοπίστηκε από μέσα, έξω. 
 
Μέσα σ΄ αυτό το κατακερματισμένο, νεο-ιδρυματικό τοπίο ασύνδετων μεταξύ τους και αυτο-αναφορικών υπηρεσιών, προϊόν της έλλειψης ενός εθνικού σχεδιασμού, από τη μια, και της στενής προσήλωσης της συντριπτικής πλειονότητας των ψυχιάτρων στο κυρίαρχο ψυχιατρικό παράδειγμα, από την άλλη, έγινε δυνατή, εδώ και δέκα χρόνια, από την θεραπευτικής μας ομάδα στο ΨΝΑ, η δημιουργία ενός τμήματος εισαγωγών (9ο ΨΤΕ), με ανοικτές πόρτες και με αποφυγή των μηχανικών καθηλώσεων - μέχρι της, σχεδόν, πλήρους εξάλειψής τους αυτό το χρόνο. Η περίπου κατάργηση των μηχανικών καθηλώσεων έγινε δυνατή σ΄ ένα τμήμα που έχει 27 κλίνες και συχνά από ένα έως τρία, ή ακόμα και οκτώ ράντζα, με μόλις 14 νοσηλευτές για όλες τις βάρδιες, με όλο και λιγότερους γιατρούς και χωρίς δεδομένη τη συμφωνία μεταξύ όλων των γιατρών του τμήματος για την αποφυγή των μηχανικών καθηλώσεων και για μια εναλλακτική, πέρα από το κυρίαρχο ψυχιατρικό παράδειγμα, προσέγγιση στην ψυχικά πάσχοντα. 
 
Εδώ και 8 χρόνια λειτουργεί το ΚΨΥ Αγ. Αναργύρων, διασυνδεδεμένο με το 9ο ΨΤΕ και σε τομεοποιημένη βάση, πέντε ημέρες την εβδομάδα (Δευτέρα έως Παρασκευή), 8 πμ έως 8 μμ. Ο πληθυσμός του τομέα ευθύνης είναι υψηλός (περί τους 150.000 κατοίκους) ενώ τα περιστατικά που νοσηλεύονται στο 9ο ΨΤΕ και εν συνεχεία παρακολουθούνται από το ΚΨΥ προέρχονται από μια πολύ ευρύτερη περιοχή. Πέρσι (2013) έγιναν πάνω 10.000 επισκέψεις στο ΚΨΥ και περί τις 2500 επισκέψεις κατ΄ οίκον και σε άλλους χώρους, προς συνάντηση με το άτομο του οποίου είχε αναληφθεί η φροντίδα. Λειτουργούν, επίσης καθημερινά, Κέντρο Ημέρα και Κοινωνική Λέσχη, όπου λαμβάνουν χώρα ποικίλες δραστηριότητες. Μεταξύ πολλών άλλων, λειτουργεί και «ομάδα αυτοεκπροσώπησης» των χρηστών. 
 
Η διασυνδεδεμένη αυτή λειτουργία του ΚΨΥ συνετέλεσε αποφασιστικά στον προαναφερθέντα περίπου μηδενισμό των μηχανικών καθηλώσεων και των όποιων κατασταλτικών μέτρων, αλλά και στην μείωση των ακούσιων νοσηλειών σε ποσοστά κάτω από 24% (σε σύγκριση με το 55% του εθνικού μέσου όρου). 
 
Μιλάμε για την τομεοποιημένη λειτουργία και την διασύνδεση των μονάδων (ΚΨΥ/ μονάδα νοσηλείας) στην Ελλάδα (για πράγματα, δηλαδή, που αλλού είναι αυτονόητα) ως κάτι το ιδιαίτερο, ως μια εξαίρεση στο κανόνα. Εν προκειμένω, είναι το μόνο ΚΨΥ στην περιοχή της Αθήνας (και από τα ελάχιστα σε όλη τη χώρα) που λειτουργεί, αφενός, σε διασυνδεδεμένη βάση με την μονάδα νοσηλείας και, αφετέρου, από κοινού με αυτήν, στα πλαίσια ενός τομέα ευθύνης, υποδεχόμενο αιτήματα και οργανώνοντας απαντήσεις στο πλήρες φάσμα των αναγκών ψυχικής υγείας του εν λόγω τομέα.
 
Αν και η μέχρι τώρα λειτουργία του ΚΨΥ, παρόλο που δεν κατάφερε να αναπτύξει το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων και των στόχων του, έδειξε ότι «αυτό που φαντάζει ως αδύνατο είναι δυνατό», είναι, ωστόσο, πολύ πιθανόν ότι η τύχη του δεν θα μπορέσει να είναι διαφορετική από αυτή του συνόλου των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, από τη στιγμή που ξέσπασε η οικονομική κρίση. Μεταξύ πολλών άλλων, σημαντικό ρόλο, σε αρνητική κατεύθυνση, πιθανόν να έχει το γεγονός ότι μια θεωρούμενη ως «πιλοτική» λειτουργία, μια «νησίδα» διαφορετικής πρακτικής, δεν μπορεί να λειτουργεί επ΄ άπειρον ως τέτοια, διατηρώντας τις συστατικές της δημιουργίας της αρχές λειτουργίας, αν δεν υπάρξει επέκταση και διάχυση αυτού του τρόπου λειτουργίας στο όλο σύστημα των υπηρεσιών. Διαφορετικά, ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας του συνολικού συστήματος, στο βαθμό που η διαφορετική αυτή πρακτική μένει για πολύν καιρό απομονωμένη, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο «αντιμεταρρύθμισης», δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην δική της λειτουργία και στην ίδια την ύπαρξή της. 
 
Ηδη τα προβλήματα στο σύστημα ψυχικής υγείας είχαν διαφανεί καθώς ολοκληρωνόταν η τελική φάση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, το λεγόμενο «Ψυχαργώς». Από τη μια, αυτό που είχε δημιουργηθεί μέσα από την εγκαθίδρυση πληθώρας νέων μονάδων, κυρίως στεγαστικού χαρακτήρα, ήταν μια εξωραϊσμένη μορφή του παραδοσιακού «κυκλώματος του ελέγχου», το οποίο στην ουσία του, όπως προαναφέρθηκε, έμεινε αναλλοίωτο, ενώ από την άλλη, ανέκυψε σοβαρό πρόβλημα χρηματοδότησης του νεο-ιδρυματικού αυτού συστήματος, καθώς το ελληνικό κράτος είχε στηριχτεί αποκλειστικά σε κοινοτικά προγράμματα για την υποτιθέμενη «μεταρρύθμιση» και, όταν αυτά ολοκληρώνονταν, δεν διέθετε τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για την συνέχιση της λειτουργίας των μονάδων που είχαν δημιουργηθεί. Κατασπαταλήθηκαν δισεκατομμύρια ευρώ όλα αυτά τα χρόνια γι΄ αυτό το δυσλειτουργικό, νεο-ιδρυματικό μόρφωμα (μέρος των οποίων δεν πήγε καν στη δημιουργία των όποιων, έστω νεο-ιδρυματικού χαρακτήρα, υπηρεσιών, αλλά κατευθύνθηκε σε διαύλους διαφθοράς και ιδιοτελούς αφαίμαξης, κυρίως στον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα, αλλά, σ΄ ένα βαθμό, και στο δημόσιο). 
 
Η κρίση χρηματοδότησης πήρε την πιο εμφανή μορφή της στις ΜΚΟ που, όντας κρατικοδίαιτες, εξαρτώνταν πλήρως από την κρατική χρηματοδότηση για να συνεχίσουν την λειτουργία των μονάδων τους. Από το 2008 μέχρι και πρόσφατα έμεναν τακτικά και για πολλούς μήνες κάθε φορά, χωρίς την όποια χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα το προσωπικό να παραμένει για πολλούς μήνες απλήρωτο και, στη διάρκεια του χρόνου, να μειωθεί δραστικά, ενώ η φροντίδα των ενοίκων υποβαθμίστηκε. 
 
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, με κύρια μορφή στην Ελλάδα, από το 2010, αυτήν του μη διαχειρίσιμου χρέους (αυτή τη στιγμή στο 175% του ΑΕΠ) και η επιβολή των διαδοχικών μνημονίων, που κατέστρεψαν τις ζωές εκατομμυρίων (μαζική ανεργία, μαζική φτωχοποίηση, ραγδαία αύξηση των αστέγων, κατάρρευση των συστημάτων Υγείας, Παιδείας και Πρόνοιας), συνέπεσε με την εκπνοή των προθεσμιών ενός, από το 2000, «συμβολαίου», που είχε συναφθεί με την ΕΕ, για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, των πέντε μικρότερων μέχρι το 2006 και των τριών μεγαλύτερων μέχρι το 2015, ως προϊόντος της «μεταρρύθμισης» για την οποία η ΕΕ χρηματοδότησε τη Ελλάδα.
 
Για το ψυχιατρείο της Λέρου δεν μιλάει κανείς, καθώς, μετά την απότομη διακοπή, το 1995, του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, το αφήνουν να αργοσβήνει και να μαραζώνει σε συνθήκες ολοσχερούς εγκατάλειψης, με 250 περίπου ασθενείς να έχουν απομείνει, ως επί το πλείστον υπέργηρους, ενώ κάποια τμήματα, όπως το πρώην ΠΙΚΠΑ (των ατόμων με βαριά νοητική υστέρηση, αναπτυξιακές διαταραχές κλπ) μοιάζει πολύ με αυτό που ήταν η Λέρος πριν την παρέμβαση το 1990. 
 
Τα πέντε μικρότερα ψυχιατρεία (με 200-300 ασθενείς το καθένα) έκλεισαν πράγματι μέχρι το 2006, ή λίγο αργότερα, αν και ένα από αυτά, της Τρίπολης, απλώς δηλώθηκε ότι «έκλεισε», παρόλο που εξακολουθεί να έχει ακόμα πάνω από 100 ασθενείς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το κλείσιμο δεν συνοδεύτηκε από την δημιουργία ολοκληρωμένου δικτύου κοινοτικών υπηρεσιών, εναλλακτικών στον εγκλεισμό και στο ψυχιατρείο. Καθώς δεν είχε ξεσπάσει ακόμα η κρίση, το μέγεθος των ψυχιατρείων, κατά περίπτωση, ήταν σχετικά μικρό, ενώ, ταυτόχρονα, δεν ετίθετο ζήτημα απώλειας των θέσεων εργασίας (καθώς αυτές διασφαλίστηκαν, είτε με την μεταφορά των ψυχιατρικών κλινικών στα γενικά νοσοκομεία, είτε σε στεγαστικές δομές και σε ΚΨΥ), το κλείσιμο έγινε σχετικά «αθόρυβα», στο βαθμό που, το κενό που άφησαν, καλύφθηκε, αφενός, από την αύξηση των κλινών (και την δημιουργία νέων) ιδιωτικών κλινικών και, γενικότερα, ιδιωτικών μονάδων για φιλοξενία ατόμων με πολύπλοκα προβλήματα και αφετέρου, σε ένα βαθμό, από ψυχιατρεία από άλλες περιοχές. Οι όποιες κοινοτικές υπηρεσίες υπήρξαν, ήταν και παραμένουν εξαιρετικά αδύναμες, με μόνη εξαίρεση, πιθανώς, τις υπηρεσίες στο νομό Χανίων, όπου δημιουργήθηκε ένα δίκτυο υπηρεσιών εναλλακτικών στο ψυχιατρείο. 
 
Το ζήτημα τίθεται με ριζικά διαφορετικό τρόπο μέσα από το επιχειρούμενο, τώρα, βιαστικό κλείσιμο των τριών εναπομεινάντων ψυχιατρείων - των οποίων, πρέπει να σημειωθεί, στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των νοσηλευομένων χρόνιας παραμονής μέσω της μεταστέγασης που προαναφέρθηκε. 
 
Ηδη από το 2011 ξεκίνησαν οι σχεδιασμοί για το οριστικό κλείσιμο των τριών εναπομεινάντων, μεγαλύτερων ψυχιατρείων, οι οποίοι προέβλεπαν τρία βήματα στην όλη διαδικασία : 1ον, την μεταστέγαση των ασθενών χρόνιας παραμονής που είχαν απομείνει (περίπου 400 και στα τρία ψυχιατρεία) σε οικοτροφεία, ή σε άλλα ιδρύματα για άτομα με ποικίλες αναπηρίες (νοητική υστέρηση κλπ), πάντα στη λογική της μεταστέγασης. 2ον, την μεταφορά των (20 συνολικά) ψυχιατρικών κλινικών των ψυχιατρείων σε γενικά νοσοκομεία. 3ον, την ίδρυση, στη θέση των ψυχιατρείων που θα έκλειναν, δυο «δικαστικών ψυχιατρείων», ενός στην Αθήνα και ενός στη Θεσσαλονίκη. Η τομεοποίηση και η ίδρυση ΚΨΥ αναφέρθηκαν ως ευχολόγια στα διάφορα σχέδια χωρίς καμιά πραγματική πρόθεση να γίνουν. Τα τρία ψυχιατρεία θα έπρεπε, βάσει των σχεδίων και των συμφωνιών με την ΕΕ, να κλείσουν οριστικά μέχρι τον Ιούνιο του 2015. 
 
Την ίδια, ωστόσο, περίοδο, οι στεγαστικές δομές των ΜΚΟ είχαν φτάσει στα όρια της μη περαιτέρω δυνατότητας επιβίωσης, με άμεσο τον κίνδυνο κλεισίματος : μερικές έκλεισαν και συγχωνεύτηκαν, άλλες άλλαξαν ιδιοκτήτες, ενώ το προσωπικό δεν είχε και πάλι πληρωθεί για μήνες. Κάποιοι από τους ενοίκους μεταφέρθηκαν, μετά από δεκαετίες φιλοξενίας, πίσω στο ψυχιατρείο - μια κίνηση συμβολική του αδιεξόδου του συστήματος και της τρέχουσας πολιτικής : από τη μια να επιδιώκει το βιαστικό κλείσιμο των ψυχιατρείων και, από την άλλη, να μην έχει άλλες απαντήσεις στην κρίση των εξωνοσοκομειακών στεγαστικών δομών των ΜΚΟ παρά την επιστροφή των φιλοξενουμένων τους στο (υπό κλείσιμο) ψυχιατρείο. 
 
Τότε παρενέβη η ΕΕ, η οποία δέχτηκε να χρηματοδοτήσει, με 105 εκ. ευρώ, για τρία χρόνια (2013-15), την συνέχιση της λειτουργίας των μονάδων των ΜΚΟ, έτσι ώστε να μπορούν να δεχτούν τους ασθενείς χρόνιας παραμονής των υπό κλείσιμο ψυχιατρείων ενώ, για μετά το τέλος αυτής της τριετίας, δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη για τη συνέχιση της χρηματοδότησής τους και η προοπτική που ανοίγεται (και η οποία έχει ήδη περιληφθεί στους σχεδιασμούς, καθώς και σε σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν γίνει), είναι να ιδιωτικοποιηθούν πλήρως, παρακρατώντας, αφενός, τις συντάξεις των φιλοξενουμένων και, αφετέρου, να επιβάλουν την πληρωμή από τις οικογένειες προκειμένου να γίνεται δυνατή η φιλοξενία σε στεγαστική δομή. Ηταν η πρώτη και μοναδική φορά που το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο επαναχρηματοδοτούσε ένα έργο: και αυτό έγινε με αποκλειστικό σκοπό την διευκόλυνση του γρήγορου κλεισίματος των ψυχιατρείων. 
 
Ο χρόνος κυλούσε, τα χρονικά περιθώρια στένευαν, οι Διοικήσεις και οι διαδοχικές κυβερνήσεις κάθε χρόνο εξήγγειλαν εκ νέου το επικείμενο κλείσιμο των ψυχιατρείων, χωρίς, ωστόσο (πέρα από την μεταστέγαση κάποιων εκ των χρόνιων ασθενών), να έχουν καταφέρει να προχωρήσουν στο παραμικρό τα σχέδιά τους. Τώρα, υπολείπονται έξη μήνες για τη εκπνοή των προθεσμιών και καμιά κλινική δεν έχει μετακινηθεί. Την ίδια περίοδο, τα ψυχιατρεία έχουν αδειάσει από προσωπικό, κυρίως ιατρικό και νοσηλευτικό, καθώς, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων του μνημονίου, δεν γίνονται προσλήψεις εδώ και τέσσερα χρόνια, έτσι ώστε, όσοι φεύγουν σε σύνταξη (και είναι όλο και περισσότεροι), δεν αντικαθίστανται. Τα ψυχιατρικά τμήματα και οι στεγαστικές δομές του ψυχιατρείου είναι στα όρια της πλήρους αδυναμίας λειτουργίας. Οι χώροι που βρέθηκαν για την μεταστέγαση των κλινικών στα γενικά νοσοκομεία είναι ανεπαρκείς και αρχιτεκτονικά και από άποψη μεγέθους, έτσι ώστε, οι κλίνες που τελικά θα μεταφερθούν, θα είναι πολύ λιγότερες από τις υπάρχουσες, παροξύνοντας έτσι το ήδη υπάρχον πρόβλημα, που προαναφέρθηκε, της μεγάλης έλλειψης κλινών ψυχιατρικής νοσηλείας, πέραν και ανεξαρτήτως της ανάπτυξης ενός συστήματος εναλλακτικών κοινοτικών υπηρεσιών. 
 
Ο τρόπος που προωθείται το κλείσιμο των ψυχιατρείων είναι στη λογική της Απονοσοκομειοποίησης (στην παράδοση του νεοφιλελευθερισμού του Ρήγκαν και της Θάτσερ), σε αντιδιαστολή με αυτό που εννοούμε ως Αποιδρυματοποίηση. Δεν θ΄ αναφερθούμε στο τι συνιστά αυτό που αποκαλούμε Αποιδρυματοποίηση, στους ορισμούς, στις διαδικασίες και στα περιεχόμενά της, που όλοι γνωρίζουμε και τα οποία περιέχονται στην «Διακήρυξη της Τεργέστης» του 2011. Θα ανατρέξουμε και πάλι στο «Κύκλωμα του Ελέγχου» του Franco Basaglia : « Ας δούμε σύντομα, λέει, τι συγκεκριμένα σήμαινε αυτό το μακρόπνοο πρόγραμμα (‘της επινόησης νέων δεσμών ανάμεσα στους ασθενείς και την κοινωνία - ευκαιριών για εργασία, στέγαση, οικονομική υποστήριξη...επανένταξη στην κοινότητα’, ενώ, ‘καθώς οι τρόφιμοι έβγαιναν, το παλιό σύστημα διεύθυνσης που προηγούμενα διοικούσε τις ζωές τους, αντικαταστάθηκε από ένα δίκτυο κέντρων στην πόλη’). Οι μετασχηματισμοί που περιγράφουμε, δεν πραγματοποιήθηκαν, φυσικά, μέσα σε μια νύχτα, αλλά σε μια περίοδο επτά χρόνων: οι ασθενείς εξέρχονται βαθμιαία και στο μεταξύ δραστικές αλλαγές γίνονταν στον τρόπο που διευθυνόταν το νοσοκομείο. Το πρώτο βήμα ήταν να αποβάλλουμε τις συνθήκες στρατωνισμού και φυσικής καταπίεσης… οι ασθενείς μετακινούνταν στο νοσοκομείο μόνο σε επιβλεπόμενες ομάδες, συνοδεία ενός επεξεργασμένου τελετουργικού κλειδώματος-ξεκλειδώματος των θυρών. Δεν τους εμπιστεύονταν μεταλλικά μαχαίρια και πιρούνια... αυτοί που προκαλούσαν φασαρία έπρεπε να απομονωθούν σε κελιά ή να δεθούν με λουριά πάνω στο κρεβάτι τους. Ολοι αυτοί οι περιορισμοί καταργήθηκαν….»(6). 
 
Αυτό που επιχειρείται να γίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι η μεταφορά θραυσμάτων του ολοπαγούς ιδρύματος στα διάφορα γενικά νοσοκομεία, με όλο το πλέγμα των κατασταλτικών και εξουσιαστικών σχέσεων του ασύλου, με αυταρχικού τύπου διαδικασίες «από τα πάνω», χωρίς καμιά συμμετοχή των «από κάτω», χωρίς οι «από κάτω» (ιδιαίτερα οι ψυχίατροι) να έχουν ποτέ επιθυμήσει και εμπλακεί στην όποια διαδικασία μετασχηματισμού και μετάβασης ‘πέρα από’ το άσυλο, χωρίς ούτε καν την προσχηματική ίδρυση και λειτουργία κοινοτικών υπηρεσιών. Οπως προαναφέρθηκε, οι ήδη λειτουργούσες ψυχιατρικές κλινικές στα γενικά νοσοκομεία αποτελούν πιστά αντίγραφα του ψυχιατρείου, πολλές φορές σε ακόμα χειρότερη μορφή. 
 
Οι αναπόφευκτες αντιστάσεις «από τα κάτω» ενάντια στο κλείσιμο, παίρνουν τη μορφή όχι της αντίθεσης σ΄ αυτού του είδους το κλείσιμο (ως διάλυση, ως απλή κατάργηση), αλλά (με συμπεριλαμβανόμενη την πλειονότητα της «αριστεράς») της υπεράσπισης του ασύλου, του ολοπαγούς ιδρύματος, ως εγγύησης των θέσεων εργασίας, αλλά και ως περαιτέρω επιβεβαίωση της προσήλωσης στην κοινωνική ανάθεση για μια λειτουργία κοινωνικού ελέγχου. 
 
Προτείναμε, ως απάντηση στο βίαιο κλείσιμο, την άμεση λήψη μέτρων στην κατεύθυνση τη Αποιδρυματοποίησης, με πρώτα βήματα την εφαρμογή της Τομεοποίησης και την ίδρυση Κέντρων Ψυχικής Υγείας. Προτείναμε, στη λογική που ιδρύθηκε το ΚΨΥ Αγ. Αναργύρων, την άμεση εφαρμογή της Τομεοποίησης ως μιας αφετηρίας προς το κλείσιμο του ψυχιατρείου. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, αν όχι όπως λέει ο Basaglia στο ‘Κύκλωμα του Ελέγχου’: 
 
«Παράλληλα προς το καθήκον της απεξάρθρωσης της δομής του ιδρυματικού εγκλεισμού, ήταν το χτίσιμο νέων μορφών ψυχιατρικών υπηρεσιών μέσα στην κοινότητα. Από το 1972 και πέρα, το νοσοκομείο διαιρέθηκε σε πέντε τομείς που καθένας τους αντιστοιχούσε σε έναν τομέα της έξω κοινότητας...Το προσωπικό του νοσοκομείου οργανώθηκε σε πέντε ομάδες, που κάθε μια ήταν υπεύθυνη για δραστηριότητες μέσα σ΄ ένα τομέα του νοσοκομείου και τη ζώνη που αντιστοιχούσε σ΄ αυτόν.. Δραστηριότητες μεταφέρονταν, όλο και περισσότερο, στα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, που εγκαθιδρύθηκαν μέσα σε κάθε ζώνη. Μερικούς ασθενείς τους επισκέπτονταν το προσωπικό αυτών των Κέντρων, αλλά οι διπλάσιοι περίπου προσέρχονταν οι ίδιοι στα Κέντρα για βοήθεια»(7). 
 
Πώς αλλιώς αν όχι ακριβώς έτσι πρέπει να εννοήσει κανείς το μετασχηματισμό και το κλείσιμο του ψυχιατρείου; Μια αντίστοιχη και πλήρως επεξεργασμένη πρόταση έχουμε κάνει προς όλους, και προς στο Υπουργείο, στη βάση αυτής της λογικής, αλλά κανένα ενδιαφέρον δεν υπήρξε. 
 
Η διεκδίκηση, ωστόσο, μιας διαδικασίας σ΄ αυτή την κατεύθυνση είναι αυτή που, πέρα από τον μετασχηματισμό του συστήματος Ψυχικής Υγείας, μπορεί να εγγυηθεί και την διατήρηση των θέσεων εργασίας, ενάντια στη προϊούσα μείωση του προσωπικού και την προετοιμαζόμενη απόλυση των εργαζομένων κάποιων ειδικοτήτων. 
 
Το επιχειρούμενο βίαιο κλείσιμο των ψυχιατρείων στην Ελλάδα ισοδυναμεί με μιαν ανθρωπιστική καταστροφή, μια καταστροφή που δεν περιμένει απλώς το κλείσιμο για να επιτελεσθεί. Επιτελείται καθημερινά με την προϊούσα απεξάρθρωση και διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών. Με το γεγονός ότι ένας στους τρεις, αυτή τη στιγμή, είναι ανασφάλιστος και δεν μπορεί να προμηθευτεί ούτε τα φάρμακα που έχει ανάγκη. Οτι ακόμα και πολλοί από τους ασφαλισμένους δεν μπορούν να πάρουν τα φάρμακά τους γιατί δεν έχουν να πληρώσουν την υποχρεωτική συμμετοχή τους στην τιμή του φαρμάκου. Επιτελείται με το γεγονός ότι συντάξεις και επιδόματα περικόπτονται. Αργούν πολλούς μήνες, μέχρι και πάνω από χρόνο, για να εγκριθούν, με αποτέλεσμα οι δικαιούχοι, αν τελικά τους εγκριθεί το επίδομα, να μένουν πολύ χρόνο χωρίς το παραμικρό εισόδημα. Μιλάμε για την ολοκληρωτική κατάρρευση του όποιου υποτυπώδους Κράτους Πρόνοιας υπήρχε ποτέ στη Ελλάδα. Στον αλματωδώς αυξανόμενο αριθμό των αστέγων που κατακλύζουν τους δρόμους της Αθήνας και όλων των πόλεων, ένα μεγάλο ποσοστό είναι ψυχικά πάσχοντες που δεν λαμβάνουν καμιά βοήθεια, δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε υπηρεσίες και συχνά (όπως και οι μετανάστες), αν ζητήσουν βοήθεια, αποπέμπονται – με ενίοτε τραγικά αποτελέσματα.
Και απέναντι στην καταστροφική κατεδάφιση των πάντων, το μόνο «θετικό» (με την έννοια που έχει στην κατά Φουκώ βιο-πολιτική), το μόνο που θα οικοδομηθεί, είναι το «δικαστικό ψυχιατρείο», το σύμβολο της «επικινδυνότητας» του ψυχικά πάσχοντος, στη λογική της οικοδόμησης φυλακών «υψίστης ασφαλείας» για την αντιμετώπιση και τον εγκλεισμό αυτού που κατασκευάζεται ως «κοινωνική επικινδυνότητα». 
 
Πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι, εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, ένα «ειδικό τμήμα» για ασθενείς που έχουν διαπράξει αδίκημα και, λόγω της ψυχικής τους πάθησης, έχουν κριθεί «ακαταλόγιστοι» (άρθρο 69 ΠΚ), υπάρχει μόνο στο ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης (με περίπου 60 κρατούμενους/ νοσηλευόμενους), ενώ το αντίστοιχο στην Αθήνα (στο ΨΝΑ) είχε καταργηθεί (λόγω υπερβάλλουσας καταστολής και αθλιότητας) από τη δεκαετία του 80. Εκτοτε, οι ασθενείς αυτοί νοσηλεύονται στα τμήματα εισαγωγών του ψυχιατρείου (τόσο στο ΨΝΑ, όσο και στο Δρομοκαίτειο) μαζί με όλους τους άλλους ασθενείς. Μάλιστα, 20 (εκ των συνολικά 90, στο ΨΝΑ, ασθενών του άρθρου 69 ΠΚ) διαμένουν σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές του ΨΝΑ (χωρίς να έχει αρθεί ο εγκλεισμός τους), ενώ, σ΄ ένα τμήμα (στο 9ο ΨΤΕ ) νοσηλεύονται (ή «κρατούνται») υπό συνθήκες «ανοικτής πόρτας». Όλα αυτά, άτυπα, χωρίς να υπάρχει ένας νόμος που να τα επιτρέπει, ή σαφώς να τα απαγορεύει. Μια κατάσταση μετέωρη, που ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ως ένα μεταβατικό στάδιο στην κατεύθυνση της συγκρότησης εξατομικευμένων προγραμμάτων για τα άτομα αυτά, ενώ δεν τέθηκε ποτέ, μ΄ έναν ουσιαστικό τρόπο η ανάγκη αλλαγής της άκρως αμφιλεγόμενης (αυτοαναιρούμενης και με βαθιά αντιδραστική λογική) ισχύουσας σχετικής νομοθεσίας. 
 
Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, προετοιμάζεται η επιστροφή στην προ 30 χρόνων κατάσταση : στο περίκλειστο, κλειδωμένο, με κάγκελα και συρματοπλέγματα ψυχιατρείο/φυλακή, όπου θα συνωστίζονται όλοι οι έχοντες διαπράξει αδίκημα και κριθεί «ακαταλόγιστοι», ανεξαρτήτως της ιστορίας, της ιδιαιτερότητας και των αναγκών του καθενός - κάτι που θα σερβιριστεί ως η δέουσα αντιμετώπιση των «επικίνδυνων» για την ασφάλεια της κοινωνίας ατόμων. 
 
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που έχει υπογράψει το σχετικό σύμφωνο για το κλείσιμο των ψυχιατρείων μέχρι το 2015 και πιέζει έντονα προς αυτή την κατεύθυνση, γνωρίζει πολύ καλά, όπως γνώριζε όλα τα προηγούμενα χρόνια, ότι οι εναλλακτικές δομές που θα αντικαθιστούσαν τα ψυχιατρεία δεν έγιναν ποτέ… δεν υπάρχουν. Ωστόσο, αν και εν γνώσει της ανθρωπιστικής καταστροφής που επιτελείται, επιμένει για το κλείσιμο - προφανώς γιατί ο λόγος που προωθούν αυτό το είδος του κλεισίματος δεν είναι η «αγάπη» τους για την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», αλλά η νεοφιλελεύθερη προσαρμογή της οικονομίας, βασικός κανόνας της οποίας είναι, σύμφωνα με τον Φουκώ, ότι «δεν θα ζητηθεί από ολόκληρη την κοινωνία να διασφαλίσει τα άτομα απέναντι στους κινδύνους, είτε είναι ατομικοί κίνδυνοι, τύπου ασθένειας ή ατυχήματος, είτε συλλογικοί κίνδυνοι, όπως για παράδειγμα, καταστροφές – δεν θα ζητηθεί από την κοινωνία να εγγυηθεί για τα άτομα απέναντι σ΄ αυτούς τους κινδύνους»… «Η ασφάλιση του ατόμου απέναντι στους όποιους κινδύνους, ακόμα και αυτούς της ύπαρξης, όπως τα γηρατειά και ο θάνατος, είναι δική του προσωπική υπόθεση».(8) 
 
Είναι στη βάση αυτής της λογικής που η περαιτέρω μείωση των δαπανών, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν ομάδες (όπως οι ψυχικά πάσχοντες και άλλοι) και κοινωνικά στρώματα τα οποία, ιδιαίτερα σε τέτοιες περιόδους, αντιμετωπίζονται ως «κοινωνικό βάρος», «άδειες φλούδες», ως «περιττοί», αποτελεί μια πρώτη προτεραιότητα. Η ΕΕ φέρει πρωταρχική ευθύνη για ό,τι συμβαίνει αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, στον χώρο της Ψυχικής Υγείας (αν και, φυσικά, όχι μόνο σ΄ αυτή). 
 
Με τον ίδιο τρόπο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), το τμήμα Ψυχικής Υγείας του οποίου διατυπώνει και διακηρύσσει κατευθυντήριους άξονες για την «μεταρρύθμιση» των υπηρεσιών σε διάφορες χώρες, στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία κλπ (και υποστηρίζει, ενίοτε από κοινού με την ΕΕ, διάφορες «πιλοτικές δράσεις» γι΄ αυτή την διακηρυσσόμενη «μεταρρύθμιση»), δεν μπορεί παρά να γνωρίζει τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα στον χώρο της Ψυχικής Υγείας. Πόσο μάλλον που, εκπρόσωπος της Ελλάδας στον ΠΟΥ για την Ψυχική Υγεία είναι ο τωρινός Διοικητής ΨΝΑ και σύμβουλος των διαδοχικών Υπουργών Υγείας επί θεμάτων ψυχικής υγείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ταυτόχρονα εκτελεστικό όργανο του βίαιου κλεισίματος των ψυχιατρείων και των εντολών της τρόικας. Η συνεχιζόμενη σιωπή και από τη μεριά των αρμοδίων του ΠΟΥ, ισοδυναμεί με συνενοχή, αποκαλύπτοντας τον επιδερμικό και προσχηματικό χαρακτήρα των όποιων διακηρύξεων και κατευθυντήριων αξόνων.
 
Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει ένα ενεργητικό διεθνές ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Ελλάδα στο χώρο της Ψυχικής Υγείας, να υψωθεί μια πανευρωπαϊκή κραυγή διαμαρτυρίας και καταγγελίας, ώστε να μπει φρένο στην ανθρωπιστική καταστροφή που αυτή τη στιγμή συντελείται.

Σημείωση

*Σ΄ αυτό το κείμενο γίνονται αναφορές κυρίως στο κείμενο/παρέμβαση του Franco BasagliaIl circuito dell controllo”, στη συνάντηση Psichiatria Alternativa, που έγινε στη Τεργέστη το 1977. Η αγγλική του μετάφραση, με τίτλο “Breaking the circuit of control”, στη συλλογή “Critical Psychiatry” (Penguin Books, 1981), που επιμελήθηκε ο David Ingleby, ήταν και η πρώτη αφορμή γνωριμίας μας με το έργο του Basaglia.

Βιβλιογραφικές αναφορές

1.Franco Basaglia : “Il Circuito del Controllo”, Scritti, I, Einaudi, 1982
2.οππ
3.οππ
4.οππ
5.οππ
6.οππ
7.οππ
8.Michel Foucault: “ Η γέννηση της βιοπολιτικής”. Ελλ. έκδοση, Πλέθρο, 2012.

11/12/2014  
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου